- υπολοξώ
- -όω, ΜΑ [ὑπόλοξος]μσν.απαντώ με πλάγιο, έμμεσο τρόποαρχ.στρέφω κάτι λίγο λοξά, πλάγια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπολόξῳ — ὑπόλοξος somewhat oblique masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπολόξωσις — ώσεως, ἡ, Μ [ὑπολοξῶ] 1. έμμεση απάντηση 2. πλάγια, λοξή ματιά … Dictionary of Greek